Tου Κώστα Χατζηαντωνίου*
Η κυριαρχία των μαζών και η ανύψωση του βιοτικού επιπέδου, η διεύρυνση του κόσμου και ο παγκόσμιος χαρακτήρας που απέκτησε η ζωή του κάθε ανθρώπου, μπορεί να κατήργησαν τα γεωγραφικά όρια της ζωής, αλλά δεν κατήργησαν τη γεωγραφική και τη χρονική, δηλαδή την εθνική, βάση της ύπαρξης. Η εγγύτητα του μακρινού κι η παρουσία της απουσίας επεξέτειναν σε μυθικές αναλογίες τον ορίζοντα της ατομικής ύπαρξης. Ένας κόσμος κι ένας λαός χωρίς μνήμη όμως, θα ήταν ένας κόσμος γεννημένος στο μηδέν. Μια πολιτισμικά αθεμελίωτη γενιά θα ήταν επιστροφή στη βαρβαρότητα. Διότι βάρβαρος δεν είναι μονάχα ο βίαιος αλλά και εκείνος που δεν ανήκει ή δεν συνεχίζει ένα πολιτισμό, είναι δηλαδή αν- ιστορικός και δεν αποτελεί συνέχεια μιας ύπαρξης αλλά είναι μετεωρίτης χωρίς θεμέλια στο χώρο και το χρόνο της γης.
Όλοι οι λαοί εφεύραν τρόπους για να διατηρούν και να μεταδίδουν τις κεκτημένες γνώσεις, είτε ιερές κι απόκρυφες είτε καθαρά πρακτικές ήταν αυτές. Η παιδεία όμως υπήρξε ελληνικό κατόρθωμα και αφορούσε την πνευματική ολοκλήρωση του ανθρώπου. Σημείο της ακμής της όταν μεταδίδει ιδανικά. Σημείο παρακμής της όταν μεταδίδει μόνο γνώσεις. Η απλή γνώση διαχωρίζει τη σκέψη από την πράξη και προάγει την ανευθυνότητα. Αντίθετα, το ιδανικό με την υπερατομική του αλήθεια διευρύνει τη συνείδηση και ενώνει δημιουργικά σκέψη και πράξη. Μια παιδεία που δεν λειτουργεί ως διαμόρφωση χαρακτήρα, ως συγκρότηση προσωπικοτήτων αλλά ως πηγή γνώσεων νομισματογόνων για την καθημερινή ζωή, μοιραία θα οδηγούσε σε δεινές περιπέτειες. Από τη στιγμή δε που η διέγερση της επιθυμίας εξελίχθηκε σε βιομηχανία και επιδιώχθηκε ως έμμονη ιδέα οργανωμένα και επιστημονικά, χάριν του μεγάλου οράματος «πλούτος- ευημερία για όλους» η πορεία μας ήταν προδιαγεγραμμένη.
Να ορίσουμε λοιπόν ξανά τις λέξεις. Τι είναι πρόοδος, τι είναι συντήρηση, τι είναι αντίδραση και τι επανάσταση. Να μιλήσουμε ξανά για πειθαρχία. Αλλά προσοχή. Μια πειθαρχία χωρίς αξιοκρατία και αξιολογική ιεραρχία θα ήταν απλά μια αντιδραστική δημαγωγία. Καμιά θρηνωδία, καμιά νοσταλγία δεν μπορεί να απαντήσει στα προβλήματα του καιρού μας. Η ανακουφιστική ομοφωνία μέσα σε μια συμπαθητική ατμόσφαιρα για την κατάπτωση της εποχής μας, δεν θα βοηθούσε σε τίποτα. Η εποχή μας αναζητεί ιδιοφυείς λύσεις και όχι κοινοτοπίες. Μεταξύ μοντέρνων που λατρεύουν το σήμερα και συντηρητικών που λατρεύουν το χτες, να προτείνουμε ένα όραμα για το μέλλον. Κάθε άλλη ιδέα θα διαιωνίζει το αδιέξοδο και τη διαμάχη όσων αδυνατούν να αντιληφθούν τον πλούτο της εθνικής μας κληρονομιάς και όσων νομίζουν πως αυτός ο πλούτος αρκεί για να ζήσουμε ως έθνος και στο μέλλον.
Οι τομές και οι αλλαγές πάντα βιώνονται ως κρίση. Αλλά μια κρίση δεν είναι πάντα αρνητική εξέλιξη. Κρύβει και θετικές αναστροφές της ύπαρξης αλλά και της κοινωνίας. Μπορεί να ανοίξει ορίζοντες, να διανοίξει διεξόδους. Δεν υπήρξε ποτέ εποχή χωρίς αυτό που ονομάζεται κρίση. Δεν υπήρξε χρυσή εποχή για το ανθρώπινο γένος και θρηνωδίες συναντιούνται σε κείμενα κάθε εποχής και κάθε τόπου. Αν θέλουμε να βρούμε αντικειμενικούς όρους, πρέπει να βρούμε αντικειμενικές αξίες. Στα σχηματικά και περιορισμένα όρια ενός δοκιμίου δεν μπορεί φυσικά να αναπτυχθεί μια θεωρία. Μπορεί όμως να αποσαφηνιστεί το χρέος των πνευματικών ανθρώπων. Η μαγεία του λόγου και η γονιμότητα της σκέψης, δυνάμεις της φύσης και του πνεύματος συνάμα, με την αίγλη που αποκτούν, μπορούν να γίνουν ισχυρότατες κοινωνικές δυνάμεις. Ο διανοούμενος με το κύρος που καλώς ή κακώς του αποδίδεται, μπορεί να μην είναι πια ο ιερέας της κοσμικής νεωτερικής κοινωνίας, όπως ελέχθη, αλλά δεν παύει να έχει δυνατότητες ειδικής επιρροής.
«Λόγοι σοφών ως τα βούκεντρα και ως ήλοι πεφυτευμένοι». Αν τα λόγια του Εκκλησιαστή μοιάζουν ξεπερασμένα οριστικά και η Ιστορία δείχνει πως αγνοεί οδοδείκτες- οράματα που παράμερα, μισοθαμμένα στη σκόνη των καιρών, μένουν αφημένα στη φθορά του χρόνου για να σημαδεύουν προς ιδανικές κατευθύνσεις προς τις οποίες δεν βαδίσαμε ποτέ, η Ιστορία δεν παύει να είναι χρονικό όχι μόνο της αποτυχίας του ανθρώπου αλλά και της δυνατότητάς του να συλλαμβάνει το αγαθό και να επιχειρεί την πραγμάτωσή του. Αυτός ο τραγικός αγώνας αποτελεί τη δικαίωση της ύπαρξης του ανθρώπου. Αν οι ιδέες από μόνες τους δεν μπορούν να οδηγήσουν σε μια νέα κατάσταση πραγμάτων και για την υλοποίησή τους χρειάζονται άνθρωποι που να θέτουν σε λειτουργία μια πρακτική δύναμη, δεν υπάρχει τίποτα ισχυρότερο αλλά και τίποτα χειρότερο από την πνευματική δύναμη που τίθεται στην υπηρεσία μιας υλικής δύναμης. Γι’ αυτό και η ευθύνη των διανοουμένων σήμερα είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Το πνεύμα λειτουργεί ως πνεύμα μόνον ως έλεγχος και κριτική της ύλης. Μη ξεχνάμε πως αν μια ιδεολογία μπορεί να είναι πολιτισμός ως θεωρία, μπορεί να γίνει και βαρβαρότητα ως εφαρμογή, ως Ιστορία.
Το ύψος της ιστορικής ώρας επιβάλλει καθήκοντα, επαναξιολόγηση όλων των αξιών, μεταστοιχείωση όλων των στοιχείων. Καθώς περνούμε από την παγωνιά του μηδενισμού που προφήτευσε ο Νίτσε, αρνούμαστε πως αυτή ήταν η αναπόφευκτη κατάληξη όλων των αξιών μας, η πηγή και συνάμα η έσχατη λογική κατάληξη των ιδανικών μας. Η ρεαλιστική ερμηνεία του κόσμου, η σύλληψη του πνεύματος της εποχής μας και της ιστορικής ώρας στην οποία ζούμε και στην οποία οφείλουμε να δράσουμε, είναι το πρώτο καθήκον. Η διάσωση του ιστορικώς έγκυρου το δεύτερο. Να αντισταθούμε στην παρακμή όχι διολισθαίνοντας στον μηδενισμό ή στον ολοκληρωτισμό αλλά με τη συνείδηση του τραγικού και του ωραίου. Η ισορροπία των δύο αυτών στοιχείων γέννησε κάποτε στον τόπο μας θαύματα. Γιατί αυτές είναι οι ρίζες του Είναι και της εξαίσιας εμπλοκής αλλά και της οδυνηρής διαμάχης αυτού του Είναι με τον κόσμο που μας περιβάλλει και μας διατυπώνει.
Κανένα πνεύμα δεν μπορεί να καυχηθεί ότι κατέχει ικανοποιητική γνώση του μέλλοντος. Να προβλέπεις, ακόμη και ως απόπειρα, είναι επώδυνο. Το μέλλον μπορεί δικαίως να ανήκει στο φόβο, κανείς όμως δεν μπορεί να μας στερήσει την ελπίδα. Όπου δεν φτάνει η ακρίβεια της επιστήμης και η λεπτή εκτίμηση της κρίσης και της λογικής, η πίστη και η διαίσθηση μπορούν να διαβλέψουν απειλές και ευκαιρίες. Χάρισμα μεγάλο να παρακολουθεί κανείς ψύχραιμα τα γεγονότα και τις βαθιές αλλαγές του καιρού του. Αυτό το πλούσιο θέαμα, άλλοτε όμορφο και άλλοτε σκληρό, καθώς γεννά είτε το ρίγος της απόλαυσης είτε τον ενθουσιασμό της περιέργειας, κάνει αισθητή την ατομική αδυναμία του ανθρώπου να δράσει χωρίς αξιόπιστο πνευματικό όραμα.
Τι απαιτείται γι’ αυτό το όραμα; Πρώτα- πρώτα μια τίμια, βαθιά ενδοσκόπηση του εαυτού μας. Να παραδεχθούμε την αλήθεια του. Με αυτή τη σκευή ν’ αντικρίσουμε το αδιέξοδο της οικονομικής ανάπτυξης και της υψηλής τεχνολογίας που οδήγησε στην κραυγαλέα αντίφαση ακραίας ευημερίας από τη μια και απόλυτης πενίας σε μεγάλο τμήμα της γης. Μια ηθικά αδέσμευτη πολιτική και μια πολιτικά δεσμευμένη διανόηση, μας έφεραν ως εδώ. Όσοι έχουμε την τύχη της ελληνικής ταυτότητας, έχουμε σήμερα ένα αναλυτικό προνόμιο. Ξέρουμε πως τέτοιες κρίσεις γνωρίσαμε και άλλες φορές στην ιστορία μας. Δεν είναι πρώτη φορά που οι Έλληνες μάχονται για να διασώσουν τη γλώσσα, την παιδεία και κυρίως την πολιτική τους ελευθερία. Το τέλος του αρχαίου κόσμου και το τέλος της βυζαντινής αυτοκρατορίας μπορούν να μας διδάξουν πολλά. Αν αποτύχαμε ως σήμερα να εξηγήσουμε την πραγματικότητα και να αναλάβουμε σωτήριες πρωτοβουλίες, είναι γιατί οι διανοούμενοί μας στάθηκαν ανάξιοι του ιστορικού καιρού.
Ζήσαμε δυο αιώνες μεστούς από λαμπρά επιτεύγματα και τρομερές δοκιμασίες για την εθνική μας ζωή. Κι όμως δεν μπορέσαμε να πλάσουμε συνειδητή νεοελληνική διανοούμενη τάξη που θα υπερέβαινε το διχασμό συντήρησης και εκσυγχρονισμού. Αν ο λαός μας άγεται και φέρεται πνευματικά αδιαπαιδαγώγητος, κοινωνικά αδιαμόρφωτος και πολιτικά ανώριμος μεταξύ των δύο άκρων, ενός άγονου συντηρητισμού και ενός διαλυτικού προοδευτισμού, η ευθύνη είναι των διανοουμένων. Αν η κρίση μας δεν οξύνθηκε, η μνήμη δεν εμπεδώθηκε, η πράξη δεν εξευγενίστηκε, αν μια παντελής έλλειψη σοβαρότητας μας οδηγεί να θαυμάζουμε την κούφια ρητορεία και όχι τη σιωπηλή πράξη, η ευθύνη είναι και πάλι των διανοουμένων. Και όχι μόνο όσων πάσχουν από τη μάστιγα της ξενομανίας αλλά και αυτών με την καλοπροαίρετη εμμονή είτε στο αρχαίο είτε στο βυζαντινό πνεύμα.
Είναι καιρός ο νεοελληνικός πολιτισμός να ωριμάσει. Για να γίνει αυτό όμως απαιτείται η εμφάνιση ενός νέου τύπου διανοούμενου που θα συνιστά τύπο παραδειγματικής προσωπικότητας, μαχητικότητας και ανιδιοτέλειας. Μαχητικότητας, μακριά από τις θρηνητικές εικασίες που ανακυκλώνουν την παρακμή. Και ανιδιοτέλειας, μακριά από εξαρτήσεις που καθιστούν τις παρεμβάσεις του αφερέγγυες. Διότι η πραγματική αντίθεση του κόσμου μας, είναι εν τέλει η αντίθεση μεταξύ χρυσού και πνεύματος. Μια θεωρία, μια επανάσταση στο όνομα της ανακατανομής του χρυσού δεν θα οδηγούσε παρά στη γέννηση μιας νέας ολιγαρχίας όπως η ιστορία έχει δείξει. Μπορούμε να εξοντώσουμε τον ισχυρό που κάνει κατάχρηση της ισχύος του. Ο χρυσός όμως θα διαφεύγει πάντα τον προσδιορισμό και την εξόντωση. Είναι απρόσωπος και πτητικός.
Αν η διανόηση θα κρίνει την έκβαση της μάχης μεταξύ χρυσού και πνεύματος, μεταξύ τοκογλυφίας και πολιτισμού, η μοίρα που μάς έταξε να ζήσουμε σε μια πατρίδα σε εποχή πνευματικής ερήμωσης, μας δίνει την ευκαιρία να επιλέξουμε ένα πεπρωμένο που θα δικαιώσει την ύπαρξή μας. Οι διανοούμενοι με ελληνική πνευματική ταυτότητα, οι διανοούμενοι δηλαδή που θα υπερασπίζονται την ελληνική πνευματική κληρονομιά, όπως αυτή διαμορφώθηκε από το πνεύμα της τραγικότητας και της ομορφιάς, δεν θα επιτελούν με αυτή την επιλογή απλώς ένα εθνικό χρέος. Θα υπηρετούν αυτό που είναι η ανθρωπότητα στην πιο καθαρή μορφή της, στην ακέραια συνείδησή της. Η ζωή και το έργο αυτών των προσωπικοτήτων μπορεί σήμερα να καταστεί το αχνό μα τόσο εμψυχωτικό φως που θα δίνει κουράγιο στους οδοιπόρους της μακράς νύχτας. Οι άγρυπνες συνειδήσεις που πάντοτε ταξίδευαν στο ηθικό στερέωμα της Ιστορίας μας, δεν έλειψαν ποτέ. Αν αυτοί που όφειλαν να αγρυπνούν και να αποτελούν το νου και την καρδιά ενός λαού έχουν καταντήσει σήμερα νεκρές ψυχές, είναι αυτός ο ίδιος ο λαός που θα γεννήσει εκείνες τις μορφές που θα αναλάβουν ξανά να υπερασπιστούν την κληρονομιά του, τη διανόηση που δεν θα αγωνιά για την αυτοτελή της καταξίωση αλλά για τη διαφύλαξη του νοήματος, για την επικράτηση του πνεύματος που θα αποσοβήσει τη βύθιση της Ιστορίας στο μηδέν.
Αν σήμερα δοκιμάζονται η κοινωνική συνοχή αλλά και το αίσθημα ότι ανήκουμε όλοι σε μια κοινή πατρίδα και μοιραζόμαστε τις ίδιες αξίες πολιτισμού, το καίριο αίτημα δεν είναι να εφοδιάσουμε απλώς τον καθένα με εκείνα τα προσόντα που θα του επιτρέψουν να τα βγάλει πέρα στη ζωή και να ανταποκρίνεται σταθερά στο ρόλο του ψηφοφόρου αλλά να νιώθουν όλοι ότι ζουν σε ένα κοινό χώρο, σ’ ένα δημόσιο χώρο. Και αυτός ο κοινός χώρος δεν εξασφαλίζεται με νόμους. Γίνεται βίωμα κι αποκτά βάθος μέσω δεδομένων πολιτιστικών, διανοητικών και αισθητηριακών. Μόνο έτσι ο πολίτης δεν θα ζει αποκλειστικά για το παρόν, μόνο έτσι δεν θα καταντήσει νομάς σ’ ένα άχρονο και άσκοπο πεπρωμένο.
Τούτο το δύσκολο καιρό που ζητούμε βοήθεια προστρέχοντας όπως έγραφε ο μεγάλος Αλεξανδρινός «στην τέχνη της Ποιήσεως που κάπως ξέρει από φάρμακα. Νάρκης του άλγους δοκιμές εν Φαντασία και Λόγω που κάμνουνε για λίγο να μη νοιώθεται η πληγή», ας στοχαστούμε πως έτσι αρχίζει κάθε νέο μεγάλο επίτευγμα. Εν φαντασία και λόγω. Στη φαντασία ανήκει το πρώτο βήμα, σ’ αυτή την τεράστια απολυτρωτική δύναμη του ανθρώπου. Η παρακμή έναν εχθρό έχει, τη φαντασία. Όταν φανταστούμε κάτι, τότε θα έχουμε κάνει το πρώτο κρίσιμο βήμα για να το πραγματοποιήσουμε κάποτε. Ας φανταστούμε λοιπόν την αλήθεια και πάλι. Αν με το έργο του Ντοστογιέφσκι και του Νίτσε αντικρίσαμε τα όρια του δυτικού πολιτισμού που σκότωσε το Θεό και στη συνέχεια αυτοκτόνησε, κι αν με το έργο του Κάφκα νιώσαμε με τον πιο δραστικό τρόπο τον έσχατο παραλογισμό του ανθρώπου του 20ου αιώνα που μάταια πάσχισε να βρει στον κενό νοήματος κόσμο μια κάποια εξήγηση για να ζήσει έστω με αξιοπρέπεια, σήμερα, σε συνθήκες μεταφυσικού απορφανισμού πλέον, ο 21ος αιώνας ζητά έργα που θα ξαναγεννήσουν το ρίγος της αλήθειας. Της αλήθειας που είναι εμπειρία λυτρωτική και μεταμορφωτική. Σ’ αυτά τα έργα και σ’ αυτή την εμπειρία καλούμαστε.
* Ο Κώστας Χατζηαντωνίου είναι Συγγραφέας, βραβευμένος με βραβείο Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου